1814. exallomai
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ek and hallomai
Definition
to leap up
NASB Word Usage
leap (1).

Forms and Transliterations
έξαλλοι εξαλλομενος εξαλλόμενος ἐξαλλόμενος έξαλλον εξαλούμαι εξαλούνται εξαμαρτείν εξάμηνον εξαναλωθήσεται εξαναλωθήσονται εξαναλωσαι εξαναλώσαι εξανάλωσαι εξαναλώσει εξαναλώσεις εξαναλώση εξαναλώσω εξανηλώθη εξανηλώμεθα εξανήλωσα εξανήλωσαν εξήλατο εξήμαρτε εξήμαρτεν εξήμαρτες εξημάρτομεν εξήμαρτον exallomenos exallómenos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1813
Top of Page
Top of Page