NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and hallomai Definition to leap up NASB Word Usage leap (1). Forms and Transliterations έξαλλοι εξαλλομενος εξαλλόμενος ἐξαλλόμενος έξαλλον εξαλούμαι εξαλούνται εξαμαρτείν εξάμηνον εξαναλωθήσεται εξαναλωθήσονται εξαναλωσαι εξαναλώσαι εξανάλωσαι εξαναλώσει εξαναλώσεις εξαναλώση εξαναλώσω εξανηλώθη εξανηλώμεθα εξανήλωσα εξανήλωσαν εξήλατο εξήμαρτε εξήμαρτεν εξήμαρτες εξημάρτομεν εξήμαρτον exallomenos exallómenosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |