NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and aleiphó Definition to wipe out, erase, obliterate NASB Word Usage canceled (1), erase (1), wipe (1), wipe away (1), wiped away (1). Forms and Transliterations εξαλείφεις εξαλειφήναι εξαλειφθείη εξαλειφθή εξαλειφθήναι ἐξαλειφθῆναι εξαλειφθήσεται εξαλειφθήτω εξαλειφθήτωσαν εξαλειφθώσι εξαλείφων εξαλείψαι εξαλειψας εξαλείψας ἐξαλείψας εξαλειψει εξαλείψει ἐξαλείψει εξαλείψεις εξαλείψης εξάλειψιν εξάλειψίς εξάλειψον εξάλειψόν εξαλείψουσι εξαλειψω εξαλείψω ἐξαλείψω εξαλιφθηναι ἐξαλιφθῆναι εξαλλασσούσας εξηλείφθησαν εξήλειψα εξήλειψας εξήλειψε exaleiphthenai exaleiphthênai exaleiphthēnai exaleiphthē̂nai exaleipsas exaleípsas exaleipsei exaleípsei exaleipso exaleipsō exaleípso exaleípsōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |