1781. entellomai
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from en and tellomai (to accomplish)
Definition
to enjoin, to charge, command
NASB Word Usage
command (6), commanded (7), gave orders (1), given orders (1).

Forms and Transliterations
ενετειλάμεθα ενετειλαμην ενετειλάμην ἐνετειλάμην ενετείλαντο ενετειλατο ενετείλατο ενετείλατό ἐνετείλατο ενετείλω ενέτειλω ενετέλλεσθε εντείλαι έντειλαι εντειλαμενος εντειλάμενος ἐντειλάμενος εντειλαμένου εντείλασθαι εντείλασθε εντείλη εντείληται εντείλωμαι εντείλωμαί εντελείσθε εντελείσθέ εντελειται εντελείται εντελείταί ἐντελεῖται εντελή εντέλλεσθαι εντέλλεται εντελλομαι εντέλλομαι εντέλλομαί ἐντέλλομαι εντελλόμενος εντελλομένου εντελούμαι έντερα έντερά εντέταλμαι εντέταλμαί εντεταλται εντέταλται εντέταλταί ἐντέταλται eneteilamen eneteilamēn eneteilámen eneteilámēn eneteilato eneteílato enteilamenos enteilámenos enteleitai enteleîtai entellomai entéllomai entetaltai entétaltai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1780
Top of Page
Top of Page