NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom en and tellomai (to accomplish) Definition to enjoin, to charge, command NASB Word Usage command (6), commanded (7), gave orders (1), given orders (1). Forms and Transliterations ενετειλάμεθα ενετειλαμην ενετειλάμην ἐνετειλάμην ενετείλαντο ενετειλατο ενετείλατο ενετείλατό ἐνετείλατο ενετείλω ενέτειλω ενετέλλεσθε εντείλαι έντειλαι εντειλαμενος εντειλάμενος ἐντειλάμενος εντειλαμένου εντείλασθαι εντείλασθε εντείλη εντείληται εντείλωμαι εντείλωμαί εντελείσθε εντελείσθέ εντελειται εντελείται εντελείταί ἐντελεῖται εντελή εντέλλεσθαι εντέλλεται εντελλομαι εντέλλομαι εντέλλομαί ἐντέλλομαι εντελλόμενος εντελλομένου εντελούμαι έντερα έντερά εντέταλμαι εντέταλμαί εντεταλται εντέταλται εντέταλταί ἐντέταλται eneteilamen eneteilamēn eneteilámen eneteilámēn eneteilato eneteílato enteilamenos enteilámenos enteleitai enteleîtai entellomai entéllomai entetaltai entétaltaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |