NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom entaphiazó Definition preparation for burial NASB Word Usage burial (2). Forms and Transliterations ενέτεινά ενέτειναν ενέτεινε ενέτεινεν ενταφιασμον ενταφιασμόν ἐνταφιασμόν ενταφιασμου ενταφιασμού ἐνταφιασμοῦ ενταφιασταί ενταφιασταίς εντείνατε έντεινον εντείνοντες εντείνοντι εντενεί εντεταμένα εντεταμένον εντεταμένου entaphiasmon entaphiasmón entaphiasmou entaphiasmoûLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |