162. aichmalóteuó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from aichmalótos
Definition
to lead captive
NASB Word Usage
led captive (1).

Forms and Transliterations
αιχμαλωτευθήσεται αιχμαλωτευθήση αιχμαλωτεύθητι αιχμαλωτευομένη αιχμαλωτευόμενοι αιχμαλωτεύοντες αιχμαλωτευόντων αιχμαλωτεύσαι αιχμαλωτεύσαντες αιχμαλωτευσάντων αιχμαλωτεύση αιχμαλωτεύσουσί αιχμαλωτεύσουσιν ηχμαλωτεύθησαν ηχμαλώτευσαν ηχμαλώτευσας ηχμαλωτεύσατε ηχμαλώτευσε ηχμαλωτευσεν ηχμαλώτευσεν ᾐχμαλώτευσεν ηχμαλώτευται echmaloteusen ēchmalōteusen eichmalṓteusen ēichmalṓteusen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
161
Top of Page
Top of Page