1326. diegeiró
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from dia and egeiró
Definition
to arouse completely
NASB Word Usage
got (2), stir (1), stirred (1), stirring (1), woke (1).

Forms and Transliterations
διεγειρειν διεγείρειν διεγειρετο διεγείρετο διεγείρουσιν διεγειρω διεγείρω διεγερθεις διεγερθείς διεγερθεὶς διεκβαλεί διεκβαλλεί διεκβάλλει διεκβολαί διεκβολάς διεκβολή διεκβολήν διεκβολής διελεγχθήσεται διελεγχθώμεν διεμβαλούσι διενέβαλε διεξάγεται διεξελεύση διεξέλθοι διεξελθούσα διεξήλθε διηγειραν διήγειραν διηγείρετο διήλασεν diegeiran diēgeiran diḗgeiran diegeirein diegeírein diegeireto diegeíreto diegeiro diegeirō diegeíro diegeírō diegertheis diegertheìs
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1325
Top of Page
Top of Page