457. anoixis
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 457: ἄνοιξις

ἄνοιξις, ἀνοιξεως, (ἀνοίγω, which see), an opening: ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος μου as often as I open my month to speak, Ephesians 6:19. (Thucydides 4, 68, 4; τῶν πυλών, id. 4, 67, 3; χειλων, Plutarch, mor. (symp. 1. ix. quaest. 2, 3), p. 788 c.)

Forms and Transliterations
ανοιξει ανοίξει ἀνοίξει ανομεί ανόμημα ανόμημά ανομήματα ανομήσαι ανομήσετε ανομήσητε ανομήσωσιν ανομίας ανομούντες ανομών ηνόμησα ηνομήσαμεν ηνόμησαν ηνόμησας ηνομήσατε ηνόμησε ηνόμησεν ηνόμουν anoixei anoíxei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
456
Top of Page
Top of Page