2036
Strong's Exhaustive Concordance
answer, bid, bring word, command

A primary verb (used only in the definite past tense, the others being borrowed from ereo, rheo, and phemi); to speak or say (by word or writing) -- answer, bid, bring word, call, command, grant, say (on), speak, tell. Compare lego.

see GREEK ereo

see GREEK rheo

see GREEK phemi

see GREEK lego

Forms and Transliterations
γαρ είπα είπά είπαμεν είπαν είπάν έιπαν είπας είπάς είπατε είπατέ ειπάτω ειπάτωσαν ειπε ειπέ είπε είπέ ειπείν ειπεν είπεν εἶπεν είπενσηε είπη ειπης είπης εἴπης είπητε είπητέ είποι είποιεν είποιμι ειπον ειπόν είπον είπόν ειπόντα ειπόντας ειπόντες ειπόντι ειποντος ειπόντος εἰπόντος ειπούσα ειπούση είπω είπωμεν ειπών είπων είπωσι είπωσί είπωσιν εκπωμίδα επωμίδα επωμίδας επωμίδες επωμίδος επωμίδων επωρύοντο ερασταί ερασταίς εραστάς εραστών ερείς ρηθήσεται eipen eîpen eipes eipēs eípes eípēs eipontos eipóntos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2035
Top of Page
Top of Page