NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom the same as lepis Definition peeled, fine, thin, small, light NASB Word Usage cent (1), small copper coins (2). Forms and Transliterations ελεπτυνά ελέπτυναν ελέπτυνε ελέπτυνεν ελεπτύνθησαν λεπτα λεπτά λεπτὰ λεπταί λεπτή λεπτήν λεπτής λεπτοί λεπτον λεπτόν λεπτὸν λεπτού λεπτυνεί λεπτύνει λεπτυνείς λεπτύνον λεπτύνουσι λεπτυνώ λέπυρον λέσχαι lepta leptà lepton leptònLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |