NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom kata and phtheiró Definition to destroy entirely NASB Word Usage depraved (1). Forms and Transliterations καταφθαρήσεται καταφθαρήση καταφθαρήσονται καταφθείραι καταφθείρει καταφθείρη καταφθείρω καταφθοράν κατεφθαρμένη κατεφθαρμενοι κατεφθαρμένοι κατέφθειραν κατέφθειρε κατεφθείρετο katephtharmenoi katephtharménoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |