NAS Exhaustive Concordance Word Origina prim. word Definition sweet NASB Word Usage fresh (2), sweet (2). Forms and Transliterations γεγλυμμένα γεγλυμμένη γεγλυμμένους γλυκέα γλυκείς γλυκυ γλυκύ γλυκὺ γλυκύς γλυκύτερα γλυκύτερον γλυκύτητά γλύμμα γλυπτά γλυπτοίς γλυπτόν γλυπτώ γλυπτών γλυφαί γλυφάς γλύφειν γλυφή γλυφήν γλύφοντες γλυφών γλύψεις έγλυψαν έγλυψε έγλυψεν gluku glyky glyký glykỳLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |