633. aponiptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 633: ἀπονίπτω

ἀπονίπτω: to wash off; 1 aorist middle ἀπενιψαμην; in middle to wash oneself off, to wash off for oneself: τάς χεῖρας, Matthew 27:24, cf. Deuteronomy 21:6f (The earlier Greeks say ἀπονίζω — but with future ἀπονιψω, 1 aorist ἀπενιψα; the later, as Theophrastus, char. 25 (30 (17)); Plutarch, Phocylides, 18; Athen. iv. c. 31, p. 149 c., ἀπονίπτω, although this is found (but in the middle) even in Homer, Odyssey 18, 179.)

Forms and Transliterations
απένιψαν απενιψατο απενίψατο ἀπενίψατο απένιψεν απεξενούτο απεξήρανε απεξυσμένον απεξυσμένους απεπήδησαν απεπήδησεν απεπίασεν απονιψαμένη αποξενούσαι αποξενωθή αποξηράναντος αποξηρανθήσονται αποξυσθήναι αποξύσουσιν αποπειράται αποπεμπτούν αποπεμπτωσάτωσαν apenipsato apenípsato
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
632
Top of Page
Top of Page