608. apokleió
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 608: ἀποκλείω

ἀποκλείω: 1 aorist ἀπεκλεισα; to shut up: τήν θύραν, Luke 13:25. (Genesis 19:10; 2 Samuel 13:17f; often in Herodotus; in Attic prose writings from Thucydides down.)

Forms and Transliterations
απέκλεισαν απέκλεισε απέκλεισέ απέκλινεν απέκνισε αποκέκλεισται αποκλείσατε αποκλείσει αποκλείσεις αποκλειση αποκλείση ἀποκλείσῃ αποκλεισθήσεται απόκλεισον αποκλείσουσιν αποκλείων αποκλύζειν απόκνιζε αποκνίσει αποκνιώ αποκομίζοντος apokleise apokleisē apokleísei apokleísēi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
607
Top of Page
Top of Page