496. antipiptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 496: ἀντιπίπτω

ἀντιπίπτω;

a. to fall upon, run against (from Aristotle, down);

b. to be adverse, oppose, strive against: τίνι, Acts 7:51. (Exodus 26:5; Exodus 36:12 Complutensian edition; Numbers 27:14; often in Polybius, Plutarch.)

Forms and Transliterations
αντιπίπτειν αντιπιπτετε αντιπίπτετε ἀντιπίπτετε αντιπίπτοντας αντιπίπτοντες αντιπίπτουσαι αντιποιηθήσεται αντιποιήσεται αντιπολεμούντές αντιπρόσωπα αντιπρόσωποι αντιπρόσωπον αντίρρησις αντιστήριγμά αντιστηρίζει αντιστηριζόμενοι αντιστηρίσασθε antipiptete antipíptete
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
495
Top of Page
Top of Page