4830. summetochos
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4830: συμμέτοχος

συμμέτοχος (T WH συνμετοχος (cf. σύν, II. at the end)), συμμετοχον, partaking together with one, a joint-partaker: τίνος, of something, Ephesians 3:6; Ephesians 5:7. (Josephus, b. j. 1, 24, 6; Justin Martyr, Apology 2, 13.)

Forms and Transliterations
συμμέτοχα συμμέτοχοι σύμμετρον συμμιγείς συμμιγήσονται σύμμικτοί σύμμικτον σύμμικτόν συμμικτός σύμμικτός συμμίκτου συμμίκτους συμμίκτω συμμίκτων συμμίξη συνεμίγη συνέμιξαν συνμετοχα συνμέτοχα συνμετοχοι συνμέτοχοι summetocha summetochoi symmetocha symmétocha symmetochoi symmétochoi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4829
Top of Page
Top of Page