480. antikeimai
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 480: ἀντίκειμαι

ἀντίκειμαι;

1. to be set over against, lie opposite to, in a local sense ((Hippocrates de aëre, p. 282 Foes. (191 Chart.); Strabo 7, 7, 5); Herodian, 6, 2, 4 (2 Bekker); 3, 15, 17 (8 Bekker); (cf. Aristotle, de caelo 1, 8, p. 277{a}, 23)).

2. to oppose, be adverse to, withstand: τίνι, Luke 13:17; Luke 21:15; Galatians 5:17; 1 Timothy 1:10. simply () ἀντικείμενος, an adversary, (Tittmann 2:9): 1 Corinthians 16:9; Philippians 1:28; 2 Thessalonians 2:4; 1 Timothy 5:14. (Dio Cass. 39, 8. Exodus 23:22; 2 Macc. 10:26, etc.; (see Sophocles' Lexicon, under the word).)

Forms and Transliterations
αντικείμενά αντικειμενοι αντικείμενοι αντικείμενοί ἀντικείμενοι αντικειμένοις αντικειμενος αντικείμενος ἀντικείμενος αντικειμενω αντικειμένω ἀντικειμένῳ αντικειμενων αντικειμένων ἀντικειμένων αντίκεισαί αντικείσθαι αντικείσομαι αντικειται αντίκειται ἀντίκειται αντικρινόμενός αντικρινούμαι antikeimeno antikeimenō antikeimenoi antikeiménoi antikeiménōi antikeímenoi antikeimenon antikeimenōn antikeiménon antikeiménōn antikeimenos antikeímenos antikeitai antíkeitai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
479
Top of Page
Top of Page