4780. sugkaluptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4780: συγκαλύπτω

συγκαλύπτω ((cf. σύν, II. at the end)): perfect passive participle συγκεκαλυμμένος; from Homer down; the Sept. for כִּסָּה; to cover on all sides, to conceal entirely, to cover up completely: τί, passive, Luke 12:2.

Forms and Transliterations
συγκαλύπτει συγκαλύπτον συγκαλύψαι συγκαλύψει συγκαλύψεις συγκαλύψομαι συγκεκαλυμμενον συγκεκαλυμμένον συνεκάλυπτε συνεκάλυψα συνεκάλυψαν συνεκαλύψατο συνεκάλυψε συνεκάλυψεν sunkekalummenon synkekalymmenon synkekalymménon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4779
Top of Page
Top of Page