4343. proskarterésis
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4343: προσκαρτέρησις

προσκαρτέρησις, προσκαρτερησεως, , (προσκαρτερέω), perseverance: Ephesians 6:18. Nowhere else; (Koumanoudes, Λεξ. ἀθης. under the word).

Forms and Transliterations
προσκαρτερησει προσκαρτερήσει προσκατέλιπον πρόσκαυμα προσκειμένας προσκείμενοι προσκειμένοις προσκείμενος προσκειμένω προσκειμένων πρόσκεισαι προσκείσθαι πρόσκειται proskarteresei proskarterēsei proskarterḗsei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4342
Top of Page
Top of Page