353. analambanó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 353: ἀναλαμβάνω

ἀναλαμβάνω; 2 aorist ἀνέλαβον; 1 aorist passive ἀνελήφθην (ἀνελήμφθην L T Tr WH; cf. Winers Grammar, p. 48 (Buttmann, 62 (54); Veitch, (under the word λαμβάνω); see λαμβάνω, and under the word, M, μ')); (from Herodotus down);

1. to take up, raise: εἰς τόν οὐρανόν, Mark 16:19; Acts 1:11; Acts 10:16 (the Sept. 2 Kings 2:11); without case, Acts 1:2, 22; 1 Timothy 3:16 (cf. Winer's Grammar, 413 (385)) (Sir. 48:9).

2. to take up (a thing in order to carry or use it): Acts 7:43; Ephesians 6:13, 16. to take to oneself: τινα, in order to conduct him, Acts 23:31; or as a companion, 2 Timothy 4:11; or in Acts 20:13f, to take up namely, into the ship.

Forms and Transliterations
ανάλαβε αναλαβείν αναλαβετε αναλάβετε ἀναλάβετε αναλαβέτω αναλάβοι αναλάβοιμι αναλαβοντες αναλαβόντες ἀναλαβόντες αναλαβούσα αναλάβωμεν αναλαβων αναλαβών ἀναλαβὼν αναλαμβανειν αναλαμβάνειν ἀναλαμβάνειν αναλαμβάνεις αναλαμβανόμενον αναλαμβάνων αναλάμψει αναλάμψη ανάλγητος ανάλημμα αναλημφθεις ἀναλημφθεὶς αναληφθείς αναληφθήναί αναληφθήση αναλήψεται αναλήψομαι ανέλαβε ανέλαβέ άνελαβε ανέλαβεν ανελαβετε ανελάβετε ἀνελάβετε ανελαβον ανέλαβον ανελέξαντο ανέλεξε ανελημφθη ἀνελήμφθη ανελήφθη ανελήφθην analabete analábete analabon analabōn analabṑn analabontes analabóntes analambanein analambánein analemphtheis analemphtheìs analēmphtheis analēmphtheìs anelabete anelábete anelemphthe anelēmphthē anelḗmphthe anelḗmphthē
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
352
Top of Page
Top of Page