2707. kataphrontés
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2707: καταφρονητής

καταφρονητής, καταφρονητου, (καταφρονέω), a despiser: Acts 13:41. (Habakkuk 1:5; Habakkuk 2:5; Zephaniah 3:4; Philo, leg. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6, 14, 4; b. j. 2, 8, 3; Plutarch, Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)

Forms and Transliterations
κατακεχαλκωμένα καταφρονηται καταφρονηταί καταφρονητής καταφυγή καταφυγήν καταφυγής καταφυγών καταφυτεύειν καταφυτεύεσθαι καταφυτεύσας καταφυτεύσητε καταφύτευσιν καταφύτευσον καταφυτεύσουσιν καταφυτεύσω καταχαρούμαι κατεφύτευσα κατεφύτευσας κατεφυτεύσατε κατεφύτευσε κατεχάλασεν kataphronetai kataphronetaí kataphronētai kataphronētaí
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2706
Top of Page
Top of Page