2674. katarithmeó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2674: καταριθμέω

καταριθμέω. καταρίθμω: to number with: perfect passive participle κατηριθμημένος ἐν (for Rec. σύν) ἡμῖν, was numbered among us, Acts 1:17; cf. 2 Chronicles 31:19; (Plato, politicus 266 a. etc.).

Forms and Transliterations
καταράκτας καταράκτην καταράσσειν καταραχθήσεται καταριθμουμένω καταριθμούνται καταρράκται καταρράκτας καταρράκτην καταρράκτου καταρρακτών καταρρείν καταρρήγνυται κατερραγμένους κατέρραξαν κατέρραξας κατέρραξάς κατέρρει κατερρέμβευσεν κατέρριψεν κατερρύηκεν κατερρωγότας κατηριθμημένοι κατηριθμημενος κατηριθμημένος katerithmemenos katerithmeménos katērithmēmenos katērithmēménos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2673
Top of Page
Top of Page