2672. kataraomai
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2672: καταράομαι

καταράομαι, καταρωμαι; (deponent middle from κατάρα); 1 aorist 2 pers singular κατηράσω; (perfect passive participle κατηραμένος (see below)); from Homer down; the Sept. mostly for קִלֵּל and אָרַר; to curse, doom, imprecate evil on: (opposed to εὐλογεῖν) absolutely, Romans 12:14; with the dative of the object (as in the earlier Greek writings), Luke 6:28 Rec. (Baruch 6 (Epistle Jer. ) ; (Josephus, contra Apion 1, 22, 16)); with the accusative of the object (as often in the later Greek writings, as Plutarch, Cat. min. 32, 1 variant (Buttmann, § 133, 9; Winer's Grammar, 222 (208))), Matthew 5:44 Rec.; Luke 6:28 G L text T Tr WH; James 3:9; a tree, i. e. to wither it by cursing, Mark 11:21 (see Hebrews 6:8 in κατάρα). perfect passive participle κατηραμένος in a passive sense, accursed (Wis. 12:11; (2 Kings 9:34); Plutarch, Luc. 18; and κεκατηραμ. Deuteronomy 21:23; (Sir. 3:16)): Matthew 25:41 (also occasionally κεκαταρανται, Numbers 22:6; Numbers 24:9; (but Tdf. etc. κεκατήρανται; see Veitch, under the word.

Forms and Transliterations
καταραθείη κατάρασαί καταράσαιτο καταρασάμενον καταράσασθαι καταράσασθε καταράσει καταράση καταράσηται καταράσηταί καταράσθαι καταράσθαί καταρασθε καταράσθε καταρᾶσθε καταράσθω κατάρασιν καταράσομαι καταράσονται καταράται καταρωμεθα καταρώμεθα καταρώμενοι καταρώμενοί καταρωμένοις καταρώμενος καταρώμενός καταρωμένου καταρωμενους καταρωμένους κατηραμένην κατηραμενοι κατηραμένοι κατηρασάμην κατηράσαντο κατηρασατο κατηράσατο κατηράσατό κατηρασω κατηράσω κατηράτο κατηρώντο κεκατηραμένος κεκατήρανται katarasthe katarâsthe kataromenous kataroménous katarōmenous katarōménous katarometha katarōmetha katarṓmetha kateramenoi kateraménoi katēramenoi katēraménoi kateraso kateráso katērasō katērásō
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2671
Top of Page
Top of Page