2645. kataloipos
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2645: κατάλοιπος

κατάλοιπος, κατάλοιπον (λοιπός), left remaining: (οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων A. V., the residue of men), Acts 15:17. (Plato, Aristotle, Polybius; the Sept..)

Forms and Transliterations
κατάλοιπα καταλοιποι κατάλοιποι καταλοίποις κατάλοιπον κατάλοιπόν κατάλοιπος καταλοίπου καταλοίπους καταλοίπω καταλοίπων καταλοχίαις καταλοχισμοίς καταλοχισμός kataloipoi katáloipoi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2644
Top of Page
Top of Page