Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 245: ἀλλότριοςἀλλότριος, , ; 1. belonging to another (opposed to ἴδιος), not one's own: Hebrews 9:25; Romans 14:4; Romans 15:20; 2 Corinthians 10:15; 1 Timothy 5:22; John 10:5. in neuter, Luke 16:12 (opposed to τό ὑμέτερον). 2. foreign, strange: γῆ, Acts 7:6; Hebrews 11:9; not of one's own family, alien, Matthew 17:25f; an enemy, Hebrews 11:34 (Homer, Iliad 5, 214; Xenophon, an. 3, 5, 5).
Forms and Transliterations αλλοτρια αλλοτρία αλλότρια ἀλλοτρίᾳ αλλότριαι αλλοτριαις αλλοτρίαις ἀλλοτρίαις αλλοτριαν αλλοτρίαν ἀλλοτρίαν αλλοτρίας αλλότριοι αλλοτριοις αλλοτρίοις ἀλλοτρίοις αλλοτριον αλλότριον ἀλλότριον αλλότριος αλλοτρίου αλλοτρίους αλλοτριω αλλοτρίω ἀλλοτρίῳ αλλοτριων αλλοτρίων ἀλλοτρίων αλλοτρίως αλλοτριώσεως αλλοτρίωσιν αλλόφυλον ηλλοτριούτο allotria allotríāi allotriais allotríais allotrian allotrían allotrio allotriō allotríoi allotríōi allotriois allotríois allotrion allotriōn allotríon allotríōn allótrionLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|