1977. epiriptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1977: ἐπιρρίπτω

ἐπιρρίπτω (L T Tr WH ἐπιρίπτω, see Rho): 1 aorist ἐπέρριψα; (ῤίπτω); to throw upon, place upon: τί ἐπί τί, Luke 19:35; (Vulg.projicere, to throw away, throw off): τήν μέριμναν ἐπί Θεόν, i. e. to cast upon, give up to, God, 1 Peter 5:7, from Psalm 54:23 (). (Occasionally from Homer, Odyssey 5, 310 down.)

Forms and Transliterations
επέρριφα επερρίφην επέρριψα επέρριψεν επέσαξαν επέσαξε επέσαξεν επεσάσσετο επέσεισε επέσεισεν επεσημήνω επέσταξαν επιριψαντες ἐπιρίψαντες επιρρίψαντες επιρρίψει επιρρίψη επίρριψον επιρρίψουσιν επιρρίψω επίσαγμα επισάξατε επισάξατέ επίσαξόν επισείει επισεσαγμένων epiripsantes epirípsantes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1976
Top of Page
Top of Page