1842. exolethreuó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1842: ἐξολοθρεύω

ἐξολοθρεύω and (according to the reading best attested by the oldest manuscripts of the Sept. and received by L T Tr WH (see ὀλοθρεύω)) ἐξολεθρεύω: future passive ἐξολοθρευθήσομαι; to destroy out of its place, destroy utterly, to extirpate: ἐκ τοῦ λαοῦ, Acts 3:23. (Often in the Sept., and in the O. T. Apocrypha, and in Test xii. Patr.; Josephus, Antiquities 8, 11, 1; 11, 6, 6; hardly in native Greek writings.)

Forms and Transliterations
εξολεθρευθησεται ἐξολεθρευθήσεται εξολοθρεύειν εξολοθρεύεσθαι εξολοθρευθείη εξολοθρευθή εξολοθρευθήναι εξολοθρευθής εξολοθρευθήσεται εξολοθρευθήσονται εξολοθρευθήτε εξολοθρευθώσιν εξολοθρεύοντες εξολοθρεύσαι εξολοθρεύσας εξολοθρεύσατε εξολοθρεύσει εξολοθρεύσεις εξολοθρεύση εξολοθρεύσης εξολόθρευσον εξολοθρεύσουσι εξολοθρεύσω εξολοθρεύσωμεν εξολοθρεύων εξωλοθρεύθη εξωλοθρεύθησαν εξωλόθρευσα εξωλοθρεύσαμεν εξωλόθρευσαν εξωλόθρευσας εξωλοθρεύσατε εξωλόθρευσε εξωλόθρευσεν εξωλόθρευωσαν exolethreuthesetai exolethreuthēsetai exolethreuthḗsetai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1841
Top of Page
Top of Page