1814. exallomai
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1814: ἐξάλλομαι

ἐξάλλομαι; to leap up: Acts 3:8. (Xenophon, Cyril 7, 1, 27, et others; the Sept. Isaiah 55:12.)

Forms and Transliterations
έξαλλοι εξαλλομενος εξαλλόμενος ἐξαλλόμενος έξαλλον εξαλούμαι εξαλούνται εξαμαρτείν εξάμηνον εξαναλωθήσεται εξαναλωθήσονται εξαναλωσαι εξαναλώσαι εξανάλωσαι εξαναλώσει εξαναλώσεις εξαναλώση εξαναλώσω εξανηλώθη εξανηλώμεθα εξανήλωσα εξανήλωσαν εξήλατο εξήμαρτε εξήμαρτεν εξήμαρτες εξημάρτομεν εξήμαρτον exallomenos exallómenos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1813
Top of Page
Top of Page