1685. emballó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1685: ἐμβάλλω

ἐμβάλλω (see ἐν, III. 3): 2 aorist infinitive ἐμβαλεῖν; to throw in, cast into: εἰς, Luke 12:5. (From Homer down. Compare: παρεμβάλλω.)

Forms and Transliterations
έμβαλε εμβαλεί εμβαλειν εμβαλείν ἐμβαλεῖν εμβαλείς εμβαλείτε εμβάλετε εμβάλη εμβάλης εμβάλληται εμβαλλώ εμβαλούσιν εμβαλώ εμβάλωμεν εμβαλών εμβληθείη εμβληθήσεσθε εμβληθήσεται ενέβαλε ενέβαλεν ενεβάλλετε ενέβαλλον ενέβαλον ενεβάλοσαν ενεβλήθησαν embalein embaleîn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1684
Top of Page
Top of Page