1303. diatithémi
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1303: διατίθημι

διατίθημι: to place separately, dispose, arrange, appoint, (cf. διά, C. 3). In the N. T. only in the middle, present διατίθεμαι; 2 aorist διεθέμην; future διαθήσομαι;

1. to arrange, dispose of, one's own affairs;

a. τί, of something that belongs to one (often so in secular authors from Xenophon down); with the dative of person added, in one's favor, to one's advantage; hence, to assign a thing to another as his possession: τίνι βασιλείαν (to appoint), Luke 22:29.

b. to dispose of by will, make a testament: Hebrews 9:16f; (Plato, legg. 11, p. 924 e.; with διαθήκην added, ibid., p. 923 c., etc.).

2. διατίθεμαι διαθήκην τίνι (פּ אֶת בֲּרִית כָּרַת, Jeremiah 38:31ff (ff)), to make a covenant, enter into covenant, with one, (cf. Winers Grammar, 225 (211); Buttmann, 148 (129f)): Hebrews 8:10, (Genesis 15:18); πρός τινα, Acts 3:25; Hebrews 10:16 (Deuteronomy 7:2); μετά τίνος, 1 Macc. 1:11. The Greeks said συντίθεμαι πρός τινα, αἱ πρός τινα συνθηκαι, Xenophon, Cyril 3, 1, 21. (Compare: ἀντιδιατίθημι.)

Forms and Transliterations
διαθεμενος διαθέμενος διαθεμενου διαθεμένου διαθέσθαι διάθεσθε διαθήσεσθε διαθήσεται διαθήση διαθησομαι διαθήσομαι διαθησόμεθα διάθου διαθρέψαι διαθρέψεις διαθρέψω διαθώμεθα διαθώμεν διατιθεμαι διατίθεμαι διατιθέμεθα διατιθεμένους διατίθεται διατόνια διατορεύματα διατραφή διατραφήσεται διατρέφειν διατρέχουσαι διατριβαί διατριβαίς διατριβή διεθέμην διέθεντο διεθετο διέθετο διέθετό διέθου διέθρεψας διέθρεψε διέθρεψέ διέθρεψεν διέτιλε διετράπη διετράπην διέτρεφεν διέτρεχε διέτρεχον diathemenos diathémenos diathemenou diatheménou diathesomai diathēsomai diathḗsomai diatithemai diatíthemai dietheto diétheto diéthetó
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1302
Top of Page
Top of Page