Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1301: διατηρέωδιατηρέω, διατήρω; 3 person singular imperfect διετήρει; to keep continually or carefully (see διά, C. 2): Luke 2:51 (Genesis 37:11); ἐμαυτόν ἐκ τίνος (cf. τηρεῖν ἐκ τίνος, John 17:15), to keep oneself (pure) from a thing, Acts 15:29; ἀπό τίνος for שָׁמַר followed by מִן, Psalm 11:8 Forms and Transliterations διατετηρημένον διατηρεί διατηρείν διατηρήσεις διατηρήσετε διατήρησιν διατήρησόν διατηρουντες διατηρούντες διατηροῦντες διατηρούσιν διατηρών διετηρει διετήρει διετηρήθης διετήρησε διετηρούντο diaterountes diateroûntes diatērountes diatēroûntes dieterei dietērei dietḗreiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |