1283. diarpazó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1283: διαρπάζω

διαρπάζω: future διαρπάσω; 1 aorist (subjunctive 3 person singular διαρπάσῃ), infinitive διαρπάσαι; to plunder: Matthew 12:29{a} (where L T Tr WH ἁρπάσαι), 29^b (R T Tr WH); Mark 3:27. (From Homer down.)

Forms and Transliterations
διαπαρατριβαί διαρπαγήσονται διαρπαζόμενος διαρπάζοντες διαρπαζόντων διαρπάζουσι διαρπασαι διαρπάσαι διαρπασάτωσαν διαρπασει διαρπάσει διαρπάσωμεν διαρπώνται διέρραγκα διήρπαζον διήρπασαν διηρπασμένη διηρπασμένοι διηρπασμένον διηρπασμένος diarpasai diarpásai diarpasei diarpásei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1282
Top of Page
Top of Page