873. aphorizó
Strong's Exhaustive Concordance
divide, separate, sever.

From apo and horizo; to set off by boundary, i.e. (figuratively) limit, exclude, appoint, etc. -- divide, separate, sever.

see GREEK apo

see GREEK horizo

Forms and Transliterations
αφοριεί άφοριει αφοριείς αφοριείτε αφοριζει αφορίζει ἀφορίζει αφορίζεται αφορίζω αφοριούσι αφοριόυσι αφοριουσιν ἀφοριοῦσιν αφορίσαι αφόρισαι αφορισας αφορίσας ἀφορίσας Αφορισατε αφορίσατε Ἀφορίσατε αφορισει ἀφορίσει αφορισθείσαι αφορισθητε αφορίσθητε ἀφορίσθητε αφορισθήτω αφόρισμα αφορίσματα αφορίσματος αφορισμοίς αφορισμού αφορισμώ αφορισμών αφορίσωσι αφορισωσιν αφορίσωσιν ἀφορίσωσιν αφώριζε αφωριζεν αφώριζεν ἀφώριζεν αφώρισα αφώρισε αφωρισεν αφώρισεν ἀφώρισεν αφωρίσθη αφωρίσθησαν αφωρισμένα αφωρισμένας αφωρισμένη αφωρισμένην αφωρισμένοι αφωρισμενος αφωρισμένος ἀφωρισμένος αφωρισμένους αφώρισται aphoriousin aphorioûsin aphorisas aphorísas Aphorisate Aphorísate aphorisei aphorísei aphorisen aphōrisen aphṓrisen aphorismenos aphorisménos aphōrismenos aphōrisménos aphorisosin aphorisōsin aphorísosin aphorísōsin aphoristhete aphoristhēte aphorísthete aphorísthēte aphorizei aphorízei aphorizen aphōrizen aphṓrizen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
872
Top of Page
Top of Page