633. aponiptó
Strong's Exhaustive Concordance
wash.

From apo and nipto; to wash off (reflexively, one's own hands symbolically) -- wash.

see GREEK apo

see GREEK nipto

Forms and Transliterations
απένιψαν απενιψατο απενίψατο ἀπενίψατο απένιψεν απεξενούτο απεξήρανε απεξυσμένον απεξυσμένους απεπήδησαν απεπήδησεν απεπίασεν απονιψαμένη αποξενούσαι αποξενωθή αποξηράναντος αποξηρανθήσονται αποξυσθήναι αποξύσουσιν αποπειράται αποπεμπτούν αποπεμπτωσάτωσαν apenipsato apenípsato
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
632
Top of Page
Top of Page