5339. pheidomai
Strong's Exhaustive Concordance
forbear, spare.

Of uncertain affinity; to be chary of, i.e. (subjectively) to abstain or (objectively) to treat leniently -- forbear, spare.

Forms and Transliterations
εφείδετο εφεισάμην εφεισατο εφείσατο ἐφείσατο εφείσω φείδεσθαι φείδεται φειδομαι φείδομαι φειδομενοι φειδόμενοι φειδομενος φειδόμενος φειδόμενός φείδονται φείσαι φείσαί φεισάμενος φείσασθαι φείσασθέ φεισεται φείσεται φείσεταί φείση φείσησθε φεισομαι φείσομαι φείσονται epheisato epheísato pheidomai pheídomai pheidomenoi pheidómenoi pheidomenos pheidómenos pheisetai pheísetai pheisomai pheísomai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
5338
Top of Page
Top of Page