467. antapodidómi
Strong's Exhaustive Concordance
recompense, render, repay.

From anti and apodidomi; to requite (good or evil) -- recompense, render, repay.

see GREEK anti

see GREEK apodidomi

Forms and Transliterations
ανταπεδίδοσάν ανταπέδωκα ανταπέδωκά ανταπέδωκας ανταπέδωκάς ανταπεδώκατε ανταπέδωκε ανταπέδωκέ ανταπέδωκεν ανταποδιδόντες ανταποδιδόντος ανταποδίδοται ανταποδίδοτε ανταποδίδοτέ ανταποδιδούσί ανταποδίδωσι ανταποδίδωσί ανταποδίδωσιν ανταποδοθησεται ανταποδοθήσεται ἀνταποδοθήσεται ανταπόδος ανταπόδοτε ανταποδουναι ανταποδούναι ανταποδούναί ἀνταποδοῦναι ἀνταποδοῦναί ανταποδώ ανταποδώς ανταποδώσει ανταποδώσεις ανταποδώσομεν ανταποδωσω ανταποδώσω ἀνταποδώσω ανταποδώσων antapodoso antapodōsō antapodṓso antapodṓsō antapodothesetai antapodothēsetai antapodothḗsetai antapodounai antapodoûnai antapodoûnaí
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
466
Top of Page
Top of Page