4628. skelos
Strong's Exhaustive Concordance
leg.

Apparently from skello (to parch; through the idea of leanness); the leg (as lank) -- leg.

Forms and Transliterations
εσκέπασαν εσκέπασε εσκέπασέ σκελη σκέλη σκέλος σκελών σκεπάζεται σκεπαζόμενος σκεπάρνοις σκεπάρνω σκεπάσαι σκεπάσει σκεπάσεις σκεπάσης σκεπασθήναι σκεπασθήσεται σκεπασθήσομαι σκεπασθησόμεθα σκεπασθήτε σκέπασόν σκεπάσω skele skelē skéle skélē
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4627
Top of Page
Top of Page