4014. periaireó
Strong's Exhaustive Concordance
to cast off, take away

From peri and haireomai (including its alternate); to remove all around, i.e. Unveil, cast off (anchor); figuratively, to expiate -- take away (up).

see GREEK peri

see GREEK haireomai

Forms and Transliterations
περιαιρεθήσεται περιαιρεθήσονται περιαιρειται περιαιρείται περιαιρεῖται περιείλαντο περιείλατο περιείλε περιείλεν περιείλετο περιείλον περίελε περιελεί περιελειν περιελείν περιελεῖν περιελείς περιέλεσθε περιελέτω περιέλη περιέλης περιελομένη περιελόμενος περιελοντες περιελόντες περιελού περιελώ περιελών περιηργυρωμένα περιηργυρωμέναι περιηργυρωμένοι περιηρειτο περιηρείτο περιῃρεῖτο periaireitai periaireîtai perieireîto periēireîto perielein perieleîn perielontes perielóntes periereito periēreito
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4013
Top of Page
Top of Page