3068. louó
Strong's Exhaustive Concordance
wash.

A primary verb; to bathe (the whole person; whereas nipto means to wet a part only, and pluno to wash, cleanse garments exclusively) -- wash.

see GREEK nipto

see GREEK pluno

Forms and Transliterations
ελούου έλουσά ελούσαντο ελούσατο ελουσεν έλουσεν ἔλουσεν ελούσθης λελουμένοι λελουμενος λελουμένος λελουσμέναι λελουσμενοι λελουσμένοι λουομένην λούσαι λουσαμενη λουσαμένη λουσαντες λούσαντες λούσαντι λούσασθαι λούσασθε λούσεις λούσεται λούση λούσηται λούσομαι λούσονται λούσω λοφίαν λοφίας λοχευομένων λοχεύονται elousen élousen leloumenos lelouménos lelousmenoi lelousménoi lousamene lousamenē lousaméne lousaménē lousantes loúsantes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3067
Top of Page
Top of Page