2720. kateuthunó
Strong's Exhaustive Concordance
guide, direct.

From kata and euthuno; to straighten fully, i.e. (figuratively) direct -- guide, direct.

see GREEK kata

see GREEK euthuno

Forms and Transliterations
κατευθηνή κατεύθυνα κατευθυναι κατευθύναι κατευθῦναι κατεύθυναν κατευθύνατε κατευθυνε κατεύθυνε κατευθυνει κατευθυνεί κατευθύνει κατευθύνειν κατευθυνείς κατεύθυνεν κατευθύνεται κατευθύνη κατευθυνθείησαν κατευθύνθης κατευθυνθήσεται κατευθυνθήτω κατευθυνθώσι κατεύθυνον κατευθύνοντας κατευθυνόντων κατευθύνουσα κατευθυνούσης κατευθύνων κατευοδοί κατευοδού κατευοδουμένω κατευοδωθήσεται κατευοδώσαι κατηύθυναν κατηύθυνας κατηυθυνεν kateuthunai kateuthynai kateuthýnai kateuthŷnai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2719
Top of Page
Top of Page