2716. katergazomai
Strong's Exhaustive Concordance
produce, perform, work out.

From kata and ergazomai; to work fully, i.e. Accomplish; by implication, to finish, fashion -- cause, to (deed), perform, work (out).

see GREEK kata

see GREEK ergazomai

Forms and Transliterations
κατειργάσασθε κατειργασατο κατειργάσατο κατειργασθαι κατειργάσθαι κατειργασθη κατειργάσθη κατείργασθη κατειργασμένης κατειργάσω κατεργά κάτεργα κατεργαζεσθαι κατεργάζεσθαι κατεργαζεσθε κατεργάζεσθε κατεργαζεται κατεργάζεται κατεργαζομαι κατεργάζομαι κατεργαζομενη κατεργαζομένη κατεργαζομενοι κατεργαζόμενοι κατεργαζομενου κατεργαζομένου κατεργασαμενοι κατεργασάμενοι κατεργασαμενον κατεργασάμενον κατεργασαμενος κατεργασάμενος κατεργάσασθαι κατεργασθήσεσθε κατεργασίας κάτεργον kateirgasato kateirgásato kateirgasthai kateirgásthai kateirgasthe kateirgasthē kateirgásthe kateirgásthē katergasamenoi katergasámenoi katergasamenon katergasámenon katergasamenos katergasámenos katergazesthai katergázesthai katergazesthe katergázesthe katergazetai katergázetai katergazomai katergázomai katergazomene katergazomenē katergazoméne katergazoménē katergazomenoi katergazómenoi katergazomenou katergazoménou
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2715
Top of Page
Top of Page