2525. kathistémi
Strong's Exhaustive Concordance
appoint, be, conduct, make, ordain, set.

From kata and histemi; to place down (permanently), i.e. (figuratively) to designate, constitute, convoy -- appoint, be, conduct, make, ordain, set.

see GREEK kata

see GREEK histemi

Forms and Transliterations
καθεσταμ΄ καθεστάμενοι καθεσταμένος καθεστάμενος καθεσταμένων καθέστηκά καθεστηκός καθεστηκώς καθίζετε καθιστά καθιστανοντες καθιστάνοντες καθισταται καθίσταται καθίστημί καθιστησιν καθίστησιν καθιστών καθιστώντες κατασταθέντες κατασταθήναι κατασταθήσεται κατασταθησονται κατασταθήσονται καταστάσα καταστή καταστήσαι καταστήσαί καταστήσατε καταστησάτω καταστησει καταστήσει καταστήσεις καταστήσεται καταστήσετε καταστήση καταστησης καταστήσης καταστήσῃς καταστησομεν καταστήσομεν κατάστησον καταστήσουσιν καταστησω καταστήσω κατάστητε κατεστάθην κατεσταθησαν κατεστάθησαν κατέστακα κατέστη κατέστησα κατέστησαν κατεστησας κατέστησας κατέστησε κατέστησέ κατεστησεν κατέστησεν katastathesontai katastathēsontai katastathḗsontai katastesei katastēsei katastḗsei katastḗseis katastḗsēis katasteses katastēsēs katasteso katastēsō katastḗso katastḗsō katastesomen katastēsomen katastḗsomen katestathesan katestathēsan katestáthesan katestáthēsan katestesas katestēsas katéstesas katéstēsas katestesen katestēsen katéstesen katéstēsen kathistanontes kathistánontes kathistatai kathístatai kathistesin kathistēsin kathístesin kathístēsin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2524
Top of Page
Top of Page