2328. thermainó
Strong's Exhaustive Concordance
to warm

From therme; to heat (oneself) -- (be) warm(-ed, self).

see GREEK therme

Forms and Transliterations
εθερμαίνετο εθερμαινοντο εθερμαίνοντο ἐθερμαίνοντο εθερμάνθη εθερμάνθην εθερμάνθησαν εθερμάνθητε θερμαινεσθε θερμαίνεσθε θερμαινομενον θερμαινόμενον θερμαινομενος θερμαινόμενος θερμανθείς θερμανθή θερμανθήσεται θερμασία θερμαστρείς ethermainonto ethermaínonto thermainesthe thermaínesthe thermainomenon thermainómenon thermainomenos thermainómenos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2327
Top of Page
Top of Page