2323. therapeuó
Strong's Exhaustive Concordance
cure, heal, worship.

From the same as therapon; to wait upon menially, i.e. (figuratively) to adore (God), or (specially) to relieve (of disease) -- cure, heal, worship.

see GREEK therapon

Forms and Transliterations
εθεραπευεν εθεράπευεν ἐθεράπευεν εθεραπεύετο εθεραπευθη εθεραπεύθη ἐθεραπεύθη εθεραπευθησαν εθεραπεύθησαν ἐθεραπεύθησαν εθεραπευον εθεράπευον ἐθεράπευον εθεραπευοντο εθεραπεύοντο ἐθεραπεύοντο εθεράπευσε εθεραπευσεν εθεράπευσεν ἐθεράπευσεν θεραπευει θεραπεύει θεραπευειν θεραπεύειν θεραπευεσθαι θεραπεύεσθαι θεραπευεσθε θεραπεύεσθε θεραπευεται θεραπεύεται θεραπευετε θεραπεύετε θεραπευθηναι θεραπευθήναι θεραπευθῆναι θεραπευοντες θεραπεύοντες θεράπευοντι θεραπεύουσι θεραπεῦσαι θεραπευσει θεραπεύσει θεραπευσον θεράπευσον θεραπεύσουσι θεραπευσω θεραπεύσω θεραπευων θεραπεύων τεθεραπευμεναι τεθεραπευμέναι τεθεραπευμενον τεθεραπευμένον τεθεραπευμενω τεθεραπευμένω τεθεραπευμένῳ etherapeuen etherápeuen etherapeuon etherápeuon etherapeuonto etherapeúonto etherapeusen etherápeusen etherapeuthe etherapeuthē etherapeúthe etherapeúthē etherapeuthesan etherapeuthēsan etherapeúthesan etherapeúthēsan tetherapeumenai tetherapeuménai tetherapeumeno tetherapeumenō tetherapeuménoi tetherapeuménōi tetherapeumenon tetherapeuménon therapeuei therapeúei therapeuein therapeúein therapeuesthai therapeúesthai therapeuesthe therapeúesthe therapeuetai therapeúetai therapeuete therapeúete therapeuon therapeuōn therapeúon therapeúōn therapeuontes therapeúontes therapeusai therapeûsai therapeusei therapeúsei therapeuso therapeusō therapeúso therapeúsō therapeuson therápeuson therapeuthenai therapeuthênai therapeuthēnai therapeuthē̂nai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2322
Top of Page
Top of Page