2290. thaptó
Strong's Exhaustive Concordance
bury.

A primary verb; to celebrate funeral rites, i.e. Inter -- bury.

Forms and Transliterations
εθαπτόν έθαψα εθαψαν έθαψαν ἔθαψαν εθάψατε έθαψε έθαψεν εταφη εταφή ετάφη ἐτάφη θάπτειν θάπτεται θάπτοντες θαπτόντων θάπτουσι θάπτουσιν θάπτων θαψαι θάψαι θαψαντων θαψάντων θαψατέ θάψατε θάψατέ θάψει θάψεις θάψετε θάψον θάψουσι θάψουσιν θάψω ταφείς ταφήναι ταφήσεται ταφήση ταφήσομαι ταφήσονται τέθαπται etaphe etaphē etáphe etáphē ethapsan éthapsan thapsai thápsai thapsanton thapsantōn thapsánton thapsántōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2289
Top of Page
Top of Page