21. agalliaó
Strong's Exhaustive Concordance
rejoice greatly.

From agan (much) and hallomai; properly, to jump for joy, i.e. Exult -- be (exceeding) glad, with exceeding joy, rejoice (greatly).

see GREEK hallomai

Forms and Transliterations
αγαλλιαθηναι ἀγαλλιαθῆναι αγαλλιάσεται αγαλλιασθε αγαλλιάσθε ἀγαλλιᾶσθε αγαλλιασθήναι αγαλλιάσθω αγαλλιάσθωσαν αγαλλιάσομαι αγαλλιασόμεθα αγαλλιάσονται αγαλλιασώμεθα αγαλλιάσωνται αγαλλιώμεθα αγαλλιωμεν ἀγαλλιῶμεν αγαλλιωμενοι αγαλλιώμενοι ἀγαλλιώμενοι αγαλλιώμενος αγάλματα ηγαλλιασάμεθα ηγαλλιάσαντο ηγαλλιασατο ηγαλλιάσατο ἠγαλλιάσατο ηγαλλίασε ηγαλλιασεν ἠγαλλίασεν ηγαλλιώμεθα agalliasthe agalliâsthe agalliathenai agalliathênai agalliathēnai agalliathē̂nai agalliomen agalliômen agalliōmen agalliō̂men agalliomenoi agalliōmenoi agalliṓmenoi egalliasato egalliásato ēgalliasato ēgalliásato egalliasen egallíasen ēgalliasen ēgallíasen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
20
Top of Page
Top of Page