1949. epilambanomai
Strong's Exhaustive Concordance
catch, lay hold on.

Middle voice from epi and lambano; to seize (for help, injury, attainment, or any other purpose; literally or figuratively) -- catch, lay hold (up-)on, take (by, hold of, on).

see GREEK epi

see GREEK lambano

Forms and Transliterations
επειλημμένη επελαβετο επελάβετο επελάβετό ἐπελάβετο επελαβόμην επελάβοντο επελάβοντό επελαμβάνετο επιλαβεσθαι επιλαβέσθαι ἐπιλαβέσθαι επιλάβηται επιλαβομένη επιλαβομενοι επιλαβόμενοι επιλαβόμενοί ἐπιλαβόμενοι επιλαβομενος επιλαβόμενος ἐπιλαβόμενος επιλαβομενου επιλαβομένου ἐπιλαβομένου επιλαβου επιλαβού ἐπιλαβοῦ επιλαβωνται επιλάβωνται ἐπιλάβωνται επιλαμβανεται επιλαμβάνεται ἐπιλαμβάνεται επιλαμβανομένοις επιλαμβάνωνται επιλάμψει επιλήψεται επιλήψονται epelabeto epelábeto epilabesthai epilabésthai epilabomenoi epilabómenoi epilabomenos epilabómenos epilabomenou epilaboménou epilabontai epilabōntai epilábontai epilábōntai epilabou epilaboû epilambanetai epilambánetai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1948
Top of Page
Top of Page