1808. exairó
Strong's Exhaustive Concordance
take away.

From ek and airo; to remove -- put (take) away.

see GREEK ek

see GREEK airo

Forms and Transliterations
εξαίρει εξαιρείν εξαίρειν εξαίρη εξαίρομεν εξαιρόμενον εξαίρον εξαίρουσαν εξαιρών εξαίρων εξαίσια εξαίσιον εξαίσιος εξαισίω εξάραι εξάραί εξάραντες εξάρας εξαρατε εξάρατε ἐξάρατε εξαρεί εξαρείς εξαρείτε εξάρη εξάρηται εξάρητε εξαρθή εξαρθής εξαρθήσεσθε εξαρθήσεται εξαρθήσεταί εξαρθήση εξαρθήσονται εξαρούμεν εξαρούσι εξαρούσιν εξαρώ εξάρω εξάρωσι εξήρα εξήραμεν εξήραν εξήρας εξήρε εξήρέ εξήρεν εξήρθη εξήρον εξήροντο εξήρται exarate exárate
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1807
Top of Page
Top of Page