Strong's Exhaustive Concordance strengthen. From en and ischuo; to invigorate (transitively or reflexively) -- strengthen. see GREEK en see GREEK ischuo Forms and Transliterations ενακόσιοι ενισχυθη ἐνισχύθη ενίσχυον ενισχυόντες ενισχύουσα ενίσχυσά ενισχύσαι ενίσχυσαν ενισχύσας ενίσχυσας ενίσχυσάς ενισχύσατε ενισχυσάτωσαν ενίσχυσε ενίσχυσέ ενισχύσει ενίσχυσεν ἐνίσχυσεν ενισχύσητε ενίσχυσον ενίσχυσόν ενισχύσουσιν ενισχύσω ενισχύσωμεν ενισχυων ενισχύων ἐνισχύων εννακόσια εννακόσιοι enischuon enischuōn enischusen enischyon enischyōn enischýon enischýōn enischysen eníschysenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |