1567. ekzeteo
Strong's Exhaustive Concordance
enquire, seek after diligently.

From ek and zeteo; to search out, i.e. (figuratively)investigate, crave, demand, (by Hebraism) worship -- en- (re-)quire, seek after (carefully, diligently).

see GREEK ek

see GREEK zeteo

Forms and Transliterations
εκζητεί εκζητείται εκζητείτε εκζητηθη εκζητηθή ἐκζητηθῇ εκζητηθησεται εκζητηθήσεται ἐκζητηθήσεται εκζητηθήσονται εκζητήσαι εκζητήσαί εκζήτησαι εκζητήσαντες εκζητησας εκζητήσας ἐκζητήσας εκζητήσατε εκζητήσει εκζητήσετε εκζητήσετέ εκζητήση εκζητήσης εκζητήσητε εκζητήσητέ εκζητήσουσι εκζητήσουσιν εκζητήσω εκζήτησω εκζητησωσιν εκζητήσωσιν ἐκζητήσωσιν εκζητούμεν εκζητούντα εκζητούντάς εκζητούντες εκζητούσι εκζητουσιν εκζητούσιν ἐκζητοῦσιν εκζητων εκζητών ἐκζητῶν εξεζητημένα εξεζήτησα εξεζήτησά εξεζητήσαμεν εξεζητησαν εξεζήτησαν ἐξεζήτησαν εξεζήτησας εξεζήτησε εξεζήτησεν εξεζήτουν ekzetesas ekzetḗsas ekzētēsas ekzētḗsas ekzetesosin ekzetḗsosin ekzētēsōsin ekzētḗsōsin ekzetethe ekzētēthē ekzetethêi ekzētēthē̂i ekzetethesetai ekzetethḗsetai ekzētēthēsetai ekzētēthḗsetai ekzeton ekzetôn ekzētōn ekzētō̂n ekzetousin ekzetoûsin ekzētousin ekzētoûsin exezetesan exezētēsan exezḗtesan exezḗtēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1566
Top of Page
Top of Page