1556. ekdikeó
Strong's Exhaustive Concordance
avenge.

From ekdikos; to vindicate, retaliate, punish -- a (re-)venge.

see GREEK ekdikos

Forms and Transliterations
εκδεδίκηται εκδίκει εκδικεις εκδικείς ἐκδικεῖς εκδικείται εκδικηθήναι εκδικηθήσεται εκδικησαι εκδικήσαι ἐκδικῆσαι εκδικήσατε εκδικήσει εκδικήσεις Εκδικησον εκδίκησον εκδίκησόν Ἐκδίκησόν εκδικήσουσί εκδικήσουσιν εκδικησω εκδικήσω ἐκδικήσω εκδικούμενα εκδικουντες εκδικούντες ἐκδικοῦντες εκδικούσαν εκδικώ εκδικών εξεδικήθησαν εξεδίκησα εξεδίκησαν εξεδίκησε εξεδικησεν ἐξεδίκησεν ekdikeis ekdikeîs ekdikesai ekdikêsai ekdikēsai ekdikē̂sai ekdikeso ekdikēsō ekdikḗso ekdikḗsō Ekdikeson Ekdikēson Ekdíkesón Ekdíkēsón ekdikountes ekdikoûntes exedikesen exedikēsen exedíkesen exedíkēsen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1555
Top of Page
Top of Page